Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Ο θείος Αλέκος και η θεία Μιμίκα σύντομα αναχώρησαν για το Εδιμβούργο της Σκωτίας όπου εκείνος θα έκανε μεταπτυχιακό στην Παιδαγωγική Επιστήμη. Η Μίμίκα τον ακολούθησε εγκαταλείποντας την δική της εργασία που ήταν δασκάλα σε Χριστιανικό ιδιωτικό σχολείο.
Εμείς ήμασταν πολύ περήφανοι ομοθημαδόν ως οικογένεια που είχαμε ένα τόσο μορφωμένο θείο και μια Αθηναία κομψότατη θεία, που εκεί έμαθε να ντύνεται με τις καρό σκωτσέζικες φούστες της και την χρυσή παραμάνα να καρφώνει το ύφασμα.
Ο θείος Αλέκος και η θεία Μιμίμα μας επισκέπτονταν κάθε καλοκαίρι στη Λευκάδα και μας έφερναν σκωτσέζικα δώρα. Από ένα κασμιρένιο μαύρο κασκόλ για τον πατερούλη, τον παππού παπα-Κώστα και τον θείο παπα-Νίκο (να το φορούν στους εσπερινούς τις κρύες νύχτες του χειμώνα ή στα σαραντάρια που έβρεχε ολημερίς κι οληνυχτίς) και στη μαμά μου μια κούπα ποσρελάνινη Johnson n Johnson.
Κι εμείς ήμασταν χαρούμενα επαρχιωτάκια, περήφανα που ο μορφωμένος και κοσμογυρισμένος θείος Αλέκος με την καλοβαλμένη θεία Μιμίκα μας σκεφτόνταν και μας αγαπούσαν τόσο.
Εκεί στη Σκωτία-αν δεν απατώμαι- γεννήθηκε ο Κωστάκης τους και νομίζω ότι με αφορμή τα βαφτίσια του επιτέλους γνώρισα την Αθήνα. Η Αθήνα για μένα ήταν ένα όνειρο που το έζησα για πρώτη φορά τελειώνοντας το Δημοτικό και έμεινε στην παιδική μου μνήμη αλώβητο ως σήμερα που πλησιάζω τη δύση της ζωής μου.
Σε τρία χρόνια οι θείοι επέστρεψαν από τη Σκωτία και επειδή τότε υπήρχε η μεγάλη ανοικοδόμηση του 70, πάνω στο πατρικό οικόπεδο της θείας Μιμίκας, έχτισαν επί αντιπαροχή μια πολυκατοικία που βρισκόταν στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, στο κεντρικότερο σημείο της. Στο μεταξύ, γεννήθηκε και η Εφούλα τους κι έτσι συμπλήρωσαν την όμορφη οικογένειά τους.
Σε αυτό το διαμέρισμα ρετιρέ με τα τεράστια μπακόνια από όπου έβλεπες τον Υμηττό περνούσαμε πολλά μεσημέρια της Κυριακής ως φοιτητές και προπάντων κατά τις επισκέψεις της μαμάς στην Αθήνα. Εκείνη έφερνε Λευκαδίτικη λαδόπιτα, απαγορευμένη για τις πολλές θερμίδες της, αλλά ήθελε να φιλέψει το Αλεκάκι της με το παραδοσιακό γλυκό που το έφτιαχνε τέλεια στη Λευκάδα.
Ο θεία Μιμίκα μας περίμενε για φαγητό με την περίφημη πίτσα της. Α! η θεία Μιμίκα μας έμαθε να τρώμε πίτσα και προπάντων εμένα που ήμουν αλλεργική με το τυρί. Αλλά η θεία Μίμίκα επέμενε να δοκιμάσω την πίτσα της διότι το τυρι γκούντας ήταν άοσμο και άγευστο. Κι έτσι έκτοτε τρώω τυρί μόνο σε πίτσα.
Ο θείος Αλέκος λογιότατος όπως ήταν, ολοκλήρωσε και το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γενικά διάβαζε διαρκώς και έγραφε βιβλία επιστημονικά πάνω στην ψυχολογία των παιδιών και την παιδαγωγική επιστήμη.
Σιγά σιγά έγινε βοηθός καθηγητής και τελικά εξελέγη Καθηγητής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας και Αγωγής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Το συγγραφικό έργο του επικεντρώθηκε κυρίως στην Αναπτυξιακή Ψυχολογία και Αγωγή παιδιών και εφήβων, στις μεταβατικές φάσεις της σχολικής εκπαίδευσης, στον παιδικό αλτρουϊσμό, στην ερωτική αγωγή και στην ψυχολογία του προσώπου.
Εμείς όλο φτερουγίζαμε από την περηφάνεια ως οικογένεια που το ορφανό του παπα-Κώστα, ο βενιαμίν της οικογένειας Κακαβούλη ήταν σπουδαγμένος και είχε γίνει ολόκληρος καθηγητής Πανεπιστημίου. Εκείνος σεμνός και ταπεινός σκυμμένος στα βιβλία του και στα γραπτά του συνέχιζε να αφιερώνει χρόνο στην μετάδοση της γνώσης του.
Από τις πιό όμορφες αναμνήσεις ήταν εκείνο το Πάσχα που ήρθε στο Μοντρεάλ με τη θεία Μιμίκα και επισκεφθήκαμε μαζί τη Νέα Υόρκη. Ο θείος Αλέκος θαύμαζε το μεγαλείο της Αμερικάνικης μητρόπολης και δεν πίστευε πως το ανθρώπινο μυαλό μπορούσε να συλλάβει και να πραγματοποιήσει τόσες παραλλαγές υπερμεγέθους αρχιτεκτονικής που όμως ήταν αρμονική για το θρυλικό Μανχάτταν. Ήταν συνεπαρμένος από το Αμερικάνικο θαύμα.
Ο θείος Αλέκος ενθουσιάσθηκε όταν εκδόθηκε το βιβλίο μου "Πετάει, Πετάει το Σύννεφο» το 2003 , βασισμένο στην πραγματική αυτοβιογραφία του πατέρα του παπα- Κώστα και βρέθηκε σε όλες τις παρουσιάσεις στο πλευρό μου ενθαρρύνοντάς με στο συγγραφικό μου έργο. Πολλές φορές αργότερα, παρόλο που ο ίδιος έγραφε πολύ δημοφιλή παιδαγωγικα βιβλία μου εμήνυε συχνά πως θαύμαζε την μυθοπλαστική μου ικανότητα. Με θάυμαζε και τον θαύμαζα...Ή μάλλον τον θαύμαζα και ήταν το πνευματικό μου είδωλο.
Εκείνος συνέχισε τη συγγραφή επιστημονικών βιβλίων και ήρθε η στιγμή όπου έγραψε το βιβλίο της μεγάλης και λαμπρής οικογενειας του παπα-Κώστα Κακαβούλη καθώς και της οικογένειας Τρελοπούλου, που ήταν η εξ αγχιστείας οικογένεια της θείας Μιμίκας. Ηταν χαρούμενος που μπορούσε να συγκεντρώσει τα ανήψια του και να τους αφηγηθεί τη διαδρομή της οικογένειας όχι μόνο της δικής του αλλά και της λατρεμένης γυναίκας και συνοδοιπόρου του.
Μα μπήκαν χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι...